εαρινό

ήρθες των πολυκαιρισμένων πόθων συναξάρι

κραυγή κρατούσες την αυγή στην απόκρυφη

παλέττα των χρωμάτων

σιωπή κρατούσες τους ήχους συνθέτης

της νέας μελωδίας

στο σώμα της νύχτας το χάδι σου δοκίμαζε

τα σύμβολα για το δικό μας αλφαβητάρι

αχτίδες των που είχαν χαθεί αστεριών

βροχή στα μαλλιά σου

ο άνεμος παίζοντας μαζί τους γενούσε

ασημένιους σπινθήρες

ώσπου το το λαμπερό κόκκινο ανέτειλε

της αναγενημένης φλόγας

νιογένητος ήλιος σκόρπισε τραγούδι της χαράς μου

στη γη μου χόρεψε και σάλεψαν οι μορφές

και ρίγησαν οι ώρες

κι ανασκουμπώθηκαν οι αργοί εργάτες

κινούμενοι απ την ανάγκη

της ομορφιάς που ζήταγε να εκδηλωθεί

και κάτω απ το βλέμμα σου ν ανθίσει

Σχολιάστε